- πυρριχιστής
- πυρριχ-ιστής, οῦ, ὁ,A dancer of the πυρρίχη: οἱ π. the chorus of Pyrrhic dancers, Lys.21.1, Is.5.36, IG22.2311.72.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρριχιστής — ὁ, ΝΑ [πυρριχίζω] χορευτής τού πυρρίχιου χορού … Dictionary of Greek
πυρριχισταῖς — πυρριχιστής dancer of the masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρριχισταί — πυρριχιστής dancer of the masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρριχιστῶν — πυρριχιστής dancer of the masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρριχιστάς — πυρριχιστά̱ς , πυρριχιστής dancer of the masc acc pl πυρριχιστά̱ς , πυρριχιστής dancer of the masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρριχιστικός — ή, όν, Α [πυρριχιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πυρριχιστή … Dictionary of Greek